προπαροξυτόνως

πρόπας

προπάσχω
πρό·πας, ασα, αν [ᾱς, ᾱσ, ᾰν] tout entier, Il. 1, 601 ; Od. 9, 161, etc. ; Eschl. Pr. 406, etc. ; Soph. O.R. 169, etc. ; Eur. Or. 972 ; πρόπαντες, ασαι, αντα, Il. 2, 493 ; Soph. O.C. 1237, tous sans exception ; adv. πρόπαν, Eur. Ph. 1505, tout à fait, entièrement.
Étym. π. πᾶς.