προπατορικός

προπάτωρ

προπαύω
προ·πάτωρ, ορος () [] aïeul, ancêtre, Pd. N. 4, 145 ; Hdt. 2, 161 ; 9, 122 ; Soph. Aj. 389 ; Eur. Or. 1441, etc. ; οἱ προπάτορες, Hdt. 2, 169, les ancêtres ||
E Voc. προπάτωρ, Soph. l. c.
Étym. π. πατήρ.