προπείθω

πρόπειρα

προπειράζω
πρό·πειρα, ας () essai ou épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Hdt. 9, 48 ; ou εἰ, Thc. 3, 86 ; ou λαμϐάνειν, El. N.A. 8, 22, faire auparavant une expérience.
Étym. π. πεῖρα.