προπεμπτικῶς

πρόπεμπτος

προπέμπω
πρό·πεμπτος, seul. pl. neutre πρόπεμπτα, cinq jours auparavant, Dém. 1076, 21 (loi) ; Lys. (Harp.) ; cf. πρότριτος.
Étym. π. πέμπτος.