προπέτασμα

προπέτεια

προπετεύομαι
προπέτεια, ας () précipitation, promptitude inconsidérée, témérité, Isocr. 100c ; Dém. 420, 11 ; Arstt. Nic. 7, 8, 8 ; Pol. 10, 6, 2 ; p. opp. à σωφροσύνη, Dém. 420, 11 ; joint à θρασύτης, Dém. 612, 28 ; à ἀπόνοια, Dém. 1097, 29.
Étym. προπετής.