προπέτομαι

προπετῶς

προπεφραδμένος
προπετῶς, adv. avec précipitation, pétulance ou témérité, Att. ||
Cp. προπετέστερον, Pol. 3, 102, 11 ||
E Ion. προπετέως, Hpc. 1136f.
Étym. προπετής.