προφυλακτήριον

προφυλακτικός

προφύλαξ
προφυλακτικός, ή, όν []
1 de précaution, Rhét. 1, 461 W. ||
2 de préservation, prophylactique, Diosc. 3, 163, etc.
Étym. προφυλάσσω.