προπολεμητήριον

προπολέμιος

προπόλεος
προ·πολέμιος, ος, ον, qui précède une guerre, DH. 3, 9 ; DC. 46, 33 ; τὰ προπολέμια (s. e. ἱερά) DC. 50, 4, sacrifices qui précèdent une guerre.
Étym. π. πόλεμος.