προσαγωγίς

προσαγωγός

προσαδικέω-ῶ
προσαγωγός, ός, όν [] qui amène à, inf. Luc. D. deor. 20, 11 ; qui excite, gén. DH. 2, 28 ; abs. qui charme, Thc. 1, 21 au cp. προσαγωγότερος.
Étym. προσάγω.