προσαισθάνομαι

προσαΐσσω

προσαιτέω-ῶ
προσ·αΐσσω (f. -αΐξω, ao. προσῇξα, etc.) [] s’élancer vers, se jeter sur, Od. 22, 337, 342, 365 ; avec le dat. Eschl. Pr. 145.