προσαιτιάομαι-ῶμαι

προσαιωρέομαι-οῦμαι

προσακοντίζω
προσ·αιωρέομαι-οῦμαι, se suspendre à, se soulever : προσαιωρήσασθαι τῇ λόγχῃ, DS. Exc. p. 594, 50, se soulever en s’appuyant sur sa lance.