προσάλληλα

προσάλλομαι

προσαλλοτριόομαι-οῦμαι
προσ·άλλομαι (f. -αλοῦμαι, ao. -ηλάμην, etc.) sauter vers, sauter, Xén. Cyr. 8, 4, 20 ; Arstt. H.A. 9, 6, 4 ; Plut. M. 977c ; en parl. du vent, Arstt. Mund. 4, 16.