προσαναδέχομαι

προσαναδίδωμι

προσαναθλίϐω
προσ·αναδίδωμι (f. -αναδώσω, ao. -ανέδωκα, etc.) [δῐ]
1 présenter en outre, remettre, Plut. M. 241f ||
2 distribuer en outre, Pol. 10, 14, 3.