προσαγανακτέω-ῶ

προσαγγελία

προσαγγέλλω
προσαγγελία, ας () nouvelle qu’on apporte, Pol. 5, 110, 11 ; 14, 6, 2 ; Plut. M. 118f.
Étym. προσαγγέλλω.