προσαποστρέφω

προσαποτίθημι

προσαποτιμάω-ῶ
προσ·αποτίθημι (f. -αποθήσω, ao. -απέθηκα, etc.) [τῐ] déposer sur, rég. ind. au dat. Pol. 13, 2, 5 ||
Moy. déposer en outre, Clém. 881.