προσαρκέω-ῶ

προσάρκτιος

πρόσαρμα
προσ·άρκτιος, ος, ον, septentrional, Pol. 34, 5, 9 ; Str. 64 ; Jos. B.J. 1, 7, 3.
Étym. π. ἄρκτος.