Πρόσχιον

πρόσχισμα

προσχλευάζω
πρό·σχισμα, ατος (τὸ) sorte de chaussure fendue par devant, Ar. fr. 670 Dind. ; Arstt. Rhet. 2, 19, 10, Probl. 30, 8, 3.
Étym. π. σχίζω.