προσδιανίσταμαι

προσδιανοέομαι-οοῦμαι

προσδιανοητέον
προσ·διανοέομαι-οοῦμαι (f. -οήσομαι, ao. προσδιενοήθην, etc.) songer ou méditer en outre, Plat. Leg. 857e.