προσδιαρπάζω

προσδιασαφέω-ῶ

προσδιασαφηνίζω
προσ·διασαφέω-ῶ [σᾰ] expliquer encore plus clairement, Pol. 3, 24, 25 ; Str. 445 ; Plut. M. 22b.