προσδοξοποιέομαι-οῦμαι

προσδόρπιος

πρόσδοσις
*προσ·δόρπιος, seul. dor. ποτιδόρπιος, ος, ον, propre à un repas, Od. 9, 234, 249 ; A. Rh. 1, 1209.
Étym. πρός, δόρπιον.