προσεγγυάομαι-ῶμαι

προσεγείρω

προσεγκαινίζω
προσ·εγείρω (f. -γερῶ, pf. -εγρήγορα)
1 exciter en outre, Philstr. Gymn. 55 ||
2 au pf. empêcher de dormir, Arstt. Probl. 18, 1, 1.