προσείω

προσεκϐάλλω

προσεκϐοάω-οῶ
προσ·εκϐάλλω :
1 expulser en outre, Dém. 555, 2 ; Plut. C. Gracch. 14 ||
2 t. de géom. (s. e. γραμμήν) prolonger, Str. 90.