προσεκτίθεμαι

προσεκτικός

προσεκτίλλω
προσεκτικός, ή, όν, attentif, Xén. Mem. 3, 5, 5 ; τινι, Arstt. Rhet. 3, 14, 7, à qqe ch. ||
Cp. -ώτερος, Xén. l. c.
Étym. προσέχω.