προσεμφέρεια

προσεμφερής

προσεμφερῶς
προσ·εμφερής, ής, ές, qui a quelque rapport avec, dat. Eur. fr. 385, 13 ; Xén. Conv. 4, 19 ; Arstt. H.A. 9, 43, etc. ||
Sup. -έστατος, Hdt. 4, 2.
Étym. π. ἐμφέρω.