προσενεχυράζω

προσενθυμέομαι-οῦμαι

προσεννέπω
προσ·ενθυμέομαι-οῦμαι (f. -ήσομαι, ao. προσενεθυμήθην) [] songer ou considérer en outre, Lycurg. 176, 26 ; Rhét. 1, 208 W., etc.