προσεπιμετρέω-ῶ

προσεπιμηχανητέον

προσεπινοέω-οῶ
προσ·επιμηχανητέον [] il faut provoquer en outre, acc. P. Eg. 2, 45.
Étym. πρ. vb. d’ἐπιμηχανάομαι.