προσεπιφαίνομαι

προσεπιφέρω

προσεπιφημίζω
προσ·επιφέρω (f. -εποίσω, ao. -επήνεγκα, etc.)
1 produire en outre, Xén. Œc. 5, 2 ||
2 apporter en outre, ajouter, Jos. A.J. 3, 9, 1 ; Clém. 760.