προσεπιφημίζω

προσεπιφθέγγομαι

προσεπιφοιτάω-ῶ
προσ·επιφθέγγομαι :
1 dire en outre, ajouter à ce qu’on a dit, Pol. 10, 4, 7 ||
2 jeter un cri comme présage DC. 72, 24.