προσεπιφοιτάω-ῶ

προσεπιφύομαι

προσεπιφωνέω-ῶ
προσ·επιφύομαι (f. -επιφύσομαι, ao. 2 -επέφυν, etc.) naître ou croître en outre ou après, Clém. 488.