προσεπισκώπτω

προσεπισπάομαι-ῶμαι

προσεπίσταμαι
προσ·επισπάομαι-ῶμαι, attirer en outre à soi, acc. Hpc. 406, 33 ; Pol. 12, 13, 3 ; DC. 13, 77.