προσεπισφίγγω

προσεπισφραγίζομαι

προσεπισχυρίζω
προσ·επισφραγίζομαι [] ratifier de son sceau, d’où ratifier, en gén. Dém. Ep. 4, 1487, 3 ; Sext. M. 9, 194, etc.