προσεπισχυρίζω

προσεπισωρεύω

προσεπιταλαιπωρέω-ῶ
προσ·επισωρεύω, amonceler en outre ou encore, Artém. 1, 16 ; Arr. Epict. 1, 2, 24 ; 2, 16, 21.