προσεπιταλαιπωρέω-ῶ

προσεπιτάσσω

προσεπιτείνω
προσ·επιτάσσω, att. -τάττω, ordonner en outre, DC. 72, 2 ||
Moy. se rendre au poste assigné, Pol. 1, 50, 7.