προσεπιτροπεύω

προσεπιτυγχάνω

προσεπιφαίνομαι
προσ·επιτυγχάνω (f. -επιτεύξομαι, ao. 2 -επέτυχον, etc.) obtenir en outre, avec l’inf. Jos. B.J. 1, 10, 3.