προσεσπέριος

προσέσπερος

προσέσχον
προσ·έσπερος, ος, ον :
1 occidental, E. Byz. vo Ἀντιγόνεια ||
2 du soir, Thcr. Idyl. 4, 3 ; 5, 113 ||
E Dor. ποθέσπερος, Thcr. Idyl. ll. cc.
Étym. π. ἕσπερος.