προσευφραίνω

προσευχή

προσεύχομαι
προσευχή, ῆς ()
1 prière, Spt. Esaï. 56, 7 ; NT. Matth. 21, 13 ||
2 lieu de prière, temple, Jos. A.J. 14, 10, 23 : Phil. 2, 523, etc. ; NT. Ap. 16, 10.
Étym. προσεύχομαι.