προσευθύνω

προσευκαιρέω-ῶ

προσευκτήριον
προσ·ευκαιρέω-ῶ, vaquer à, s’adonner à, dat. Plut. M. 316a, 1149d ; Arr. Epict. 3, 22, 72 ; πρ. χωρίοις, Plut. M. 1150b, fréquenter le pays.