πρόσευξις

προσευπορέω-ῶ

προσευρίσκω
προσ·ευπορέω-ῶ :
1 tr. procurer en outre, Dém. 962, 3 ; au pass. Dém. 731, 4 ||
2 intr. être à la disposition de, Procl. Hyp. p. 151, 3.