προσεξαίρω

προσεξαμαρτάνω

προσεξανδραποδίζομαι
προσ·εξαμαρτάνω (f. -εξαμαρτήσομαι, ao. 2 -εξήμαρτον, etc.) [ᾰμ] commettre encore une faute, Arstt. H.A. 10, 1, 12 ; τι πρός τινι, Dém. 1295, 23, Plut. Oth. 10 ; ajouter une faute à d’autres.