προσκαρτέρησις

προσκαταϐαίνω

προσκαταϐάλλομαι
προσ·καταϐαίνω (f. -καταϐήσομαι, ao. 2 -κατέϐην, etc.) descendre en outre ou avec, Céb. Tab. 16 ; Anth. 11, 99.