προσκαταϐάλλομαι

προσκατάϐλημα

προσκαταγέλαστος
προσκατάϐλημα, ατος (τὸ) paiement supplémentaire fait au trésor par les fermiers des impôts, Dém. 731, 5 et 11 au pl.
Étym. προσκαταϐάλλω.