προσκαταλαλέω-ῶ

προσκαταλαμϐάνω

προσκαταλέγω
προσ·καταλαμϐάνω (f. -καταλήψομαι, ao. 2 -κατέλαϐον) s’emparer en outre de, acc. DC. Exc. 92, 1.