προσκατασύρω

προσκατατάσσω

προσκατατείνω
προσ·κατατάσσω, att. προσ·κατατάττω, ranger en outre, d’où :
1 ajouter, acc. Pol. 3, 20, 1 ||
2 unir à, appliquer à, dat. Arr. Epict. 4, 1, 98.