προσκατατείνω

προσκατατίθημι

προσκατατρέχω
προσ·κατατίθημι (f. -καταθήσω, ao. -κατέθηκα, etc.) [τῐ] déposer en outre (une somme d’argent) Ar. Nub. 1216 ; Plat. Theag. 128a.