προσκατέδει

προσκατεργάζομαι

προσκατερείδω
προσκατεργάζομαι :
1 achever en outre, acc. DC. 37, 39 ||
2 acquérir en outre, acc. DC. 56, 41 ||
3 faire périr en outre, acc. DC. 63, 29.