προσιτός

προσκαθαιρέω-ῶ

προσκαθάπτομαι
προσ·καθαιρέω-ῶ (f. ήσω, ao. 2 προσκαθεῖλον, etc.) détruire en même temps, DC. 42, 26 ; Hippiatr. 2, 21 ; 5, 34.