προσκαθοπλίζω

προσκαθοράω-ῶ

προσκαινουργέω-ῶ
προσ·καθοράω-ῶ (f. -κατόψομαι, ao. 2 -κατεῖδον, etc.) voir en outre, acc. Plat. Charm. 172b.