προσκατέχω

προσκατηγορέω-ῶ

προσκάτημαι
προσ·κατηγορέω-ῶ :
1 accuser en outre : τινος, Xén. Mem. 2, 6, 34, qqn ; ἐπίδειξίν τινὰ ἐπὶ χρήμασι, Thc. 3, 42, accuser qqn de vénalité ||
2 attribuer en outre, Arstt. Interpr. 10, 3.