προσκαυλέω-ῶ

πρόσκαυμα

πρόσκαυσις
πρόσκαυμα, ατος (τὸ) côté d’une marmite exposé au feu, Spt. Joel 2, 6 ; Nah. 2, 10.
Étym. προσκαίω.