προσκιαγραφέω-ῶ

προσκιγκλίζω

προσκινδυνεύω
*προσ·κιγκλίζω, seul. dor. ποτικιγκλίσδω (impf. moy. 2 sg. ποτεκιγκλίσδευ) agiter les hanches, Thcr. Idyl. 5, 117.